- κατάμαυρος
- -η, -ο (Μ κατάμαυρος, -η, -ον)ολόμαυρος, εντελώς μαύρος («κατάμαυρος σαν πίσσα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάμαυρος — η, ο ολόμαυρος, πολύ μαύρος: Ήταν ένας κατάμαυρος Αφρικανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταμαυρίζω — [κατάμαυρος] 1. καθιστώ κάτι εντελώς μαύρο, βάφω κάτι κατάμαυρο 2. (αμτβ.) γίνομαι κατάμαυρος 3. φρ. α) «τόν καταμαύρισαν στις εκλογές» τόν καταψήφισαν, συγκέντρωσε μεγάλο ποσοστό αρνητικών ψήφων β) «καταμαυρίζω την καρδιά κάποιου» προξενώ σε… … Dictionary of Greek
ακρομέλας — ἀκρομέλας, αινα, αν (Α) ο κατάμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + μέλας] … Dictionary of Greek
απομαυρίζω — 1. μαυρίζω κάτι εντελώς, το κάνω κατάμαυρο 2. συμπληρώνω το μαύρισμα που υπήρχε πριν 3. γίνομαι κατάμαυρος … Dictionary of Greek
δυσόρφναιος — δυσόρφναιος, α, ον (Α) ο πολύ σκοτεινός, κατάμαυρος … Dictionary of Greek
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
μυριοκαπνισμένος — μυριοκαπνισμένος, η, ον (Μ) πάρα πολύ μαυρισμένος, κατάμαυρος, ή υπερβολικά λερωμένος από καπνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + καπνισμένος] … Dictionary of Greek
μυριομουντζωμένος — και μυριομουζωμένος και μυριομουτζωμένος, η, ον (Μ) υπερβολικά λερωμένος, κατάμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μουντζωμένος, μτχ. παρκμ. τού μουντζώνω] … Dictionary of Greek
ολομέλας — ὁλομέλας, αινα, αν (Α) εντελώς μαύρος, κατάμαυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + μελάς «μαύρος»] … Dictionary of Greek
ολόμαυρος — η, ο εντελώς μαύρος, κατάμαυρος … Dictionary of Greek